Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

O Θόδωρος Αγγελόπουλος και η υπέρβαση των ορίων

Το κείμενο που ακολουθεί έχει γραφεί από τον καθηγητή του Παν. Πατρών κ. Χ. Τερέζη. Αναρτήθηκε στο ιστολόγιο του Θ. Αγγελόπουλου http://www.theoangelopoulos.gr/index.php?lng=Z3JlZWs= και μεταφέρεται και στο ιστολόγιό μας. Ο λόγος της επιλογής είναι απλός, πέραν του ενδιαφέροντος του κειμένου, επιθυμούμε με τον τρόπο αυτό να έρθουμε σε επαφή με τους διδάσκοντες στο Παν. Πατρών. να παρουσιάσουμε θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος που σχετίζονται με το γνωστικό τους αντικείμενο, και να ζητήσουμε την στήριξη στο εγχείρημά μας.
Η ομάδα διαχείρισης

O Θόδωρος Αγγελόπουλος και η υπέρβαση των ορίων
του Χρήστου Αθ. Τερέζη

Αυτή η ανά χείρας µικρή µελέτη αντανακλά µιαν απόπειρα άντλησης σηµασιών και µηνυµάτων απ’ το χώρο της λεγόµενης «εβδόµης τέχνης». Πιο συγκεκριµένα, επιχειρεί να εντοπίσει ιδέες, προτάσεις και προβληµατισµούς στις παραγωγές του νεοέλληνα σκηνοθέτη Θόδωρου Αγγελόπουλου· δηλαδή, ν’ αντιµετωπίσει θεωρητικά κάποιες καλλιτεχνικές δηµιουργίες που από τη φύση τους δεν είναι άνετα επιδεκτικές συστηµατικών εννοιολογικών προσεγγίσεων.
Η απόπειρα, ωστόσο, αναλαµβάνεται, διότι εξαρχής θεωρούµε ως δεδοµένο ότι στις εν λόγω παραγωγές δε συναντάµε µονοσήµαντα κάποια ειδικού τύπου καλλιτεχνική δηµιουργία, αλλά κείµενα που επιχειρούν τοµές – και µάλιστα, επώδυνες. Παρά ταύτα, διατηρείται εν επιγνώσει ότι η προσπάθεια ένταξής τους σε κάποια ορισµένη θεωρητική προοπτική αποτελεί ένα τόλµηµα όχι χωρίς επιπτώσεις για την ίδια τη φυσιογνωµία τους ως έργων τέχνης.
O κίνδυνος µιας παρερµηνείας είναι ορατός, ενώ επίσης δεν πρέπει να παραθεωρηθεί ότι είναι δυνατόν να επισηµανθούν στοιχεία που στην πραγµατικότητα δεν αποτελούσαν περιεχόµενο της σκέψης και της πρόθεσης του δηµιουργού. Μέσα σε µια τέτοια ατµόσφαιρα θεωρητικού µετεωρισµού, θ’ αναλάβουµε την ευθύνη να προσεγγίσουµε ένα θέµα από την πολύπτυχη σε νοήµατα δηµιουργία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Πρόκειται για το ζήτηµα που αναφέρεται στα «όρια» και στη δυνατότητα υπέρβασής τους, έχοντας υπόψη µας ότι ερµηνευτικά βρισκόµεαστε «καθ' οδόν» προς την απόπειρα µιας ανατοµίας που, ίσως, δεν έχει πέρας.

Όταν αναφερόµαστε στο ζήτηµα της υπέρβασης των ορίων στα έργα του Αγγελόπουλου, ουσιαστικά ο λόγος µας υπονοεί την αναζήτηση τρόπων ή τη διατύπωση προτάσεων για κατάργηση των κατασκευασµένων, των θεσµοποιηµένων ή των επιβαλλοµένων ορίων. Πρόκειται για ένα ζήτηµα πολυσύνθετης υφής και, γι' αυτό, δεν είναι δυνατόν να προσεγγιστεί µε µονοσήµαντα ερµηνευτικά σχήµατα και ανελαστικά αξιολογικά στερεότυπα. Ως εκ τούτου, θα µπορούσε να θεαθεί υπό το πρίσµα τεσσάρων θεωρητικών προοπτικών, που έχουν τις προϋποθέσεις να λειτουργήσουν αυτόνοµα υπό τους αυστηρά οικείους όρους τους, αλλά και να ενταχθούν µε αµοιβαίες διαπλοκές σε συναρθρωµένα, συνεκτικά και, συγχρόνως, ευέλικτα σύνολα. Σηµειωτέον, ότι και η πολυειδής αυτή θέαση δεν έχει το
χαρακτήρα τής επιµέρους ή της ολικής στερεότυπης ένταξης ή του άκαµπτου προσδιορισµού, αλλά της απόπειρας του φωτισµού ενός φαινοµένου που εξακτινώνεται µε εκρηκτικές προβολές στη διάρκεια της χρονικής εξέλιξης και σε όχι αυστηρά ορισµένους χώρους, προσλαµβάνοντας, έτσι, επικίνδυνες διαχρονικές και οικουµενικές διαστάσεις.
Συγκεκριµένα, η εν λόγω απόπειρα υπέρβασης είναι δυνατόν, κατά την εκτίµησή µας, να προσεγγιστεί υπό τις κατωτέρω οπτικές:
Α. Ως πρόταση µιας στάσης πολιτικής – µε την ευρεία σηµασία του όρου· ως έκφραση δηλαδή µιας –αναθεωρητικού χαρακτήρα– κριτικής απέναντι όχι µόνον στα τρέχοντα πολιτικά θέµατα, αλλά και σε όσες επιλογές έχουν διαµορφώσει την πορεία του 20ού αιώνα. Εδώ γίνεται αναφορά σε µια επιµεληµένη και ορθολογική ανατοµία της δοµής επί της οποίας έχει στηρίξει κατά την εποχή µας την πολύµορφη εκτύλιξή της η θεσµοθετηµένη νοµική και πολιτειακή έκφραση του κοινωνικού σώµατος ή οι παράγοντες εκείνοι ελέγχου που έντεχνα το κατευθύνουν προς τις δικές τους επιλογές και σκοποθεσίες. Πρόκειται για µια –µετασχηµατιστικών κατευθύνσεων– αξιολογία απέναντι σ' εκείνους τους τρόπους οργάνωσης της ζωής που επιχειρούν να εντάξουν τις καθ' ηµέραν διαδικασίες σε µονοδιάστατα πλαίσια και, κατ' επέκταση, καταργούν την προοπτική και τη δυνατότητα απελευθέρωσης των γνήσιων και αυθεντικών εσωτερικών δυνάµεων των πολιτών.
1
Β. Ως αίτηµα µιας ιστορικής ανάγκης. Πρόκειται δηλαδή για µιαν ανάγκη που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση των αντιφάσεων στις οποίες έχει οδηγηθεί το ιστορικό γίγνεσθαι εξαιτίας των εκτροπών εκείνων που παραβιάζουν τα µείζονα ανθρωπολογικά ηθικά αρχέτυπα, ή εξαιτίας της άρνησης και της αδιαφορίας να πραγµατωθούν εκείνες οι αξίες που νοηµατοδοτούν το εκάστοτε ιστορικό υποκείµενο σε ατοµική και συλλογική κλίµακα. Εδώ, ο λόγος στρέφεται στο να επισηµανθεί –στο βάθος τόσο της προσωπικής και της κοινωνικής συνείδησης όσο και των ίδιων των γεγονότων– ο ιστορικός σκοπός στην αυθεντική καθεαυτότητά του και στο ν’ ανιχνευτούν οι παράγοντες που εµποδίζουν την πραγµάτωσή του. Υπό ένα τέτοιο αναδροµικό –όσο και επίκαιρο– οπτικό σχήµα αναπτύσσεται µια οιονεί φιλοσοφία της Ιστορίας, κατά την έννοια ότι τα γεγονότα δεν ερµηνεύονται ως απλά συµβάντα, αλλά ως εκφράσεις συγκεκριµένων επιλογών και κατευθύνσεων, κι ότι µεταξύ τους συνάπτονται µ' έναν αναπτυξιακής υφής –ανεξάρτητα από τη θετική ή την αρνητική ποιότητά τους– λειτουργικό και οργανικό σύνδεσµο.
2 Γ. Ως αναζήτηση που απορρέει απ’ την επώδυνη και δραµατική πορεία ενός υπαρξιακού και προσωπικού αγωνίσµατος.
Κατά την πορεία αυτή καταβάλλεται η προσπάθεια να επισηµανθεί και ν’ αναδυθεί το νόηµα εκείνων των αξιών της ζωής που δίνουν διά της επαναληπτικής εµβίωσής τους και διά της πολυεπίπεδης εφαρµογής τους τη δυνατότητα στο άτοµο να συλλάβει την πεµπτουσία τού «είναι» του και την εντελέχεια των κοινωνικών καθηκόντων του. Μ’ άλλα λόγια, εδώ επιχειρείται η µέσω αυστηρά προσωπικών και όχι ετεροκατευθυνόµενων όρων αναγωγή στα πυρηνικά υποστρώµατα της ύπαρξης, προκειµένου να εντοπιστούν οι προϋποθέσεις διά των οποίων καταφάσκεται η καθεαυτό ζωή ως κοινωνία, σχέση και αναφορικότητα. Ειδικά το τελευταίο ιδίωµα είναι εκφραστικό του υπερβατικού και εκστατικού προσανατολισµού της ύπαρξης, καθώς και του νοήµατος εκείνου που συγκροτείται βαθµιαία µέσα από την εσωτερική διαλεκτική του ίδιου του υποκειµένου µε τον εαυτό του, τη στιγµή ακριβώς που ακροβατεί ανάµεσα σε διαµετρικά αντίθετες επιλογές.
3
∆. Ως µια ποιητική ανάταση· δηλαδή, ως η αναγωγή του δηµιουργού ή του καλλιτεχνικού υποκειµένου προς εκφράσεις ή προσεγγίσεις ζωής που αρνούνται την πεζότητα των ενεργειών και το συµβατικό των σχέσεων. Πρόκειται για τις αισθητικές εκείνες διαθέσεις και προβολές που πραγµατώνουν τις κατηγορίες του ωραίου και του υψηλού, οι οποίες όχι µόνον µεταµορφώνουν τις εκάστοτε νοηµατοδοτήσεις και αξιολογήσεις των ισχυόντων και των τεκταινοµένων, αλλά και τις µεταφέρουν στο επίπεδο του µη σκοπίµου και του µη ωφελιµιστικού, µακράν (προφανώς) του χυδαίου ευδαιµονιστικού φρονήµατος. ∆ιά της αισθητικής προσέγγισης δεν αναλαµβάνεται η ιδεολογική συγκρότηση ενός φαντασιακού οικοδοµήµατος κοινωνικής και προσωπικής ζωής, ούτε η απόπειρα µεταφοράς του στο χώρο του πραγµατικού. Αντίθετα, επιχειρείται η µε αυθεντικά γνήσιους όρους ανατροπή εκείνων των πολιτικών συνθηκών και εκείνων των διαθέσεων τρόπου ύπαρξης που αποτελούν ήδη µια δεδοµένη κατάσταση, αντιδραστική απέναντι σε ποιητικούς ή µυστικούς µετασχηµατισµούς. Υπό µια τέτοια οπτική, υπερισχύουν το αγνό, το αυθεντικό και το µη σκόπιµο, και γίνεται η εισήγηση µιας ερµηνείας που µετασχηµατίζει τον τρέχοντα κώδικα πρόσληψης του υπαρκτού σε άρνηση της νοοτροπίας της αποτελεσµατικότητας και σε κατάφαση της αρχέγονης και εντελεχειακής ενότητας της ζωής.
4
Θα µπορούσε κάποιος, ουσιαστικά υποψιασµένος µε τη θεµατική του Αγγελόπουλου, να υποστηρίξει νόµιµα ότι η ανωτέρω πολυσχιδής και πολυσήµαντη απόπειρα ερµηνείας αντανακλά µιαν αναµέτρηση µε το υπαρκτό ως ολότητα και όχι κατά τις επιµέρους πτυχές του. Πρόκειται, ωστόσο, για µια αναµέτρηση που τελείται στη διαδικασία της µε τραγικούς τόνους. Και τούτο, διότι δεν αρθρώνεται απλώς υπό τη µορφή µιας συµβατικής κινηµατογραφικής αναπαραγωγής ή µιας επιφανειακής φωτογράφισης της πραγµατικότητας. Αν συνέβαινε το αντίθετο, αυτό θα σήµαινε ότι ο νεοέλληνας δηµιουργός θα παρέµενε στο επίπεδο του απλοϊκού εµπειρισµού, χωρίς περαιτέρω προεκτάσεις, αναγωγές και ερµηνείες. Κάτι τέτοιο, όµως, απουσιάζει εντελώς από τις σκοποθεσίες του. Πριν απ' όλα, η προσέγγισή του προκύπτει µέσα από µια βαθιά αίσθηση και εµβίωση των αδιεξόδων στα οποία οδηγήθηκε η ανθρώπινη πορεία µέσα απ’ τους ιστορικούς µετασχηµατισµούς της και µέσα απ’ τον αποκλεισµό ή τον εγκλεισµό των πόρων εκείνων που ήσαν οι αναγκαίοι για την αυτορρύθµισή της. Και ως αδιέξοδα ορίζονται εδώ οι αδυναµίες όχι µόνο µετάβασης σε πιο προηγµένα (από ποιοτικής άποψης) σχήµατα ζωής, αλλά και σύλληψης, υπό τη µορφή της αυτοσυνειδησίας και της αυτοκριτικής, του ιδιαίτερου νοήµατος των όσων παρήλθαν, τα οποία, ωστόσο, αποτέλεσαν την υποδοµή και το εφαλτήριο για όσα υπάρχουν. Τα αδιέξοδα αυτά είναι εµφανή σε πολλά επίπεδα. Κυρίως, όµως, εντοπίζονται στη δραµατική εκτύλιξη των γεγονότων, τόσο κατά τις υπόγειες διαµορφώσεις των συµµαχιών και των αντιπαλοτήτων όσο και κατά τη σκόπιµη ή αυθόρµητη οικοδόµηση ενός ειδικού τύπου καταστάσεων και νοοτροπιών κατά τον 20ό αιώνα.
Σηµειωτέον, ότι όλα τα ανωτέρω αρνητικά µορφώµατα περιλαµβάνονται αναµφιβόλως συλλήβδην στη διαδροµή του συνόλου της ανθρωπότητας, αλλά πιο ειδικά (και µάλιστα, ορισµένως, µε ιδιαίτερη ένταση) αναφαίνονται στην περιοχή που χαρακτηρίζεται µε τον όρο «ευρωπαϊκός» ή, πιο γενικά, «δυτικός» πολιτισµός. Πρόκειται δηλαδή για την περιοχή που αποτέλεσε το θέατρο εντός του οποίου διαδραµατίστηκαν τα κορυφαία γεγονότα, ανεξάρτητα από τους επιµέρους τρόπους µε τους οποίους αποτιµήθηκαν, υπό την ώθηση των συγκεκριµένων εκείνων επιλογών που θεµελίωσαν και σφράγισαν τα κυρίαρχα στερεότυπα της εποχής µας. Πιο ειδικά, στο πλαίσιο αυτού του πολιτισµού αναπτύσσονται τάσεις, συγκροτούνται ερµηνευτικοί κώδικες και διαµορφώνονται νοοτροπίες που ορίζουν ή επιδιώκουν την ανάπτυξη και την επικύρωση των κάθετων διατοµών στα επίπεδα των πολιτικών και κοινωνικών καταστάσεων, των οικονοµικών- παραγωγικών σχέσεων και των εθνικών-πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων. Το τελευταίο, µάλιστα, στοιχείο δεν παρέµενε στα όρια της απόπειρας τονισµού κάποιας συγκριτικής υπεροχής, αλλά µετασχηµατιζόταν υπό τους όρους µιας διεκδικητικής νοοτροπίας, και σε αρκετές περιπτώσεις προσλάµβανε τα χαρακτηριστικά της κρατικής αυτοεπικύρωσης και της διακρατικής αντιπαλότητας. Η περιρρέουσα αυτή ατµόσφαιρα, που διήλθε διαµέσου των παγκοσµίων, των κατά τόπους διεθνών και των εµφυλίων συρράξεων, κορυφώνεται µε τα επικυρωµένα διά της επανάληψής τους στερεότυπα της ιδιώτευσης και του χυδαίου ατοµικού ευδαιµονισµού που αποτελούν την κυρίαρχη ιδεολογία στα πρόθυρα της αυγής του 21ου αιώνα. Αναφερόµαστε σε µια ιδεολογία που έχει προκύψει µέσα από αυστηρά ιδιότυπες και αδιαπραγµάτευτες για τη «λογική» τους ιεραρχήσεις, κι έχει θέσει στο κέντρο των προτεραιοτήτων το οικονοµικό κριτήριο ερµηνείας και αξιολόγησης των πραγµάτων, και τη µετατροπή τής συνείδησης σ’ ένα σύνολο από παρεµβατικές τεχνολογήσεις, προκειµένου να αυξάνεται ο ποσοτικός εµβαπτισµός τού «είναι» και η µετεξέλιξή του σε «έχειν».5
Το ζήτηµα που αναφέρεται στην αναζήτηση των πόρων για την υπέρβαση των ορίων, αποτελεί την κεντρική θεµατική σταθερά τουλάχιστον δύο από τις τελευταίες ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου: Το µετέωρο βήµα του πελαργού και Το βλέµµα του Oδυσσέα. Επιχειρώντας µια θεωρητική γενίκευση υπό τους όρους που θέτει η αυστηρή αφαιρετική διαδικασία (κάτι που, αναµφιβόλως, δεν είναι χωρίς επιπτώσεις για τη συνολική αποτίµηση των έργων), θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε ότι τρία είναι τα κύρια ερωτήµατα που εδώ τίθενται και διαπλέκονται αµοιβαία υπό ποικίλες οπτικές:
Α. Τι είναι όριο; Πρόκειται για το παραδοσιακό επιστηµονικό ερώτηµα περί του εννοιολογικού προσδιορισµού, της αναλυτικής περιγραφής και της σηµασιολογικής ανίχνευσης το οποίο τίθεται στις απαρχές κάθε πραγµάτευσης και αναφέρεται στην περιγραφή της ουσίας και των πρωτογενών ιδιοτήτων ενός όντος, καθώς και στον εντοπισµό της ταυτότητας µιας κατηγορίας ως προς αυτό που δηλώνει, και της ετερότητας ως προς αυτό που δεν δηλώνει, ανεξάρτητα από τη σχέση που έχει µαζί του. Όµως, τα ανωτέρω –ούτως ειπείν, ερευνητικά– ερωτήµατα πρέπει να θεαθούν και να απαντηθούν υπό την προϋπόθεση ότι, επειδή αναφερόµαστε σ' ένα έργο τέχνης µε έντονο το δραµατικό στοιχείο και τη δυναµική των εξελίξεων, το ορίζειν δεν µπορεί να είναι στατικό. Αντίθετα, µετασχηµατίζεται σύµφωνα µε τα εκάστοτε νέα υπαρξιακά, πραξιακά και κοινωνικά δεδοµένα, χωρίς όµως αυτό να σηµαίνει ότι χάνεται η πυρηνική σηµασία τής υπό εξέταση έννοιας. Και στις δύο ταινίες, η υπόθεση βρίσκεται σε µια προϊούσα ανάπτυξη, και διαρκώς αναφύονται, µε οργανική πάντοτε διαπλοκή, νέες καταστάσεις· και τούτο, παρά το γεγονός ότι ο ρυθµός τους παρουσιάζεται κατά την εκτύλιξή τους αρκετά αργός – στοιχείο, όµως, που ουσιαστικά δηλώνει την εµβίωση και την ενσυναίσθηση των όσων τελούνται, και όχι µια στατική αντίληψη για το περιεχόµενό τους. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, µάλιστα, είναι ότι κάθε νέα κατάσταση δεν έχει το ιδίωµα του συµβάντος, του περιπτωσιακού ή του τυχαίου, αλλά εµπεριέχεται στον ψυχισµό των βασικών ηρώων και έρχεται στην επιφάνεια διά της ειδικής σχέσης που αναπτύσσουν ως δρώντα υποκείµενα µε την εξωτερική πραγµατικότητα. Τούτο σηµαίνει ότι αποκαλύπτεται µόνον όταν διαµορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες, κι έτσι αναπτύσσεται η έννοια της καιρικότητας· δηλαδή η ειδική και αναγκαία σύµπτωση των προσιδιαζουσών για κάθε περίπτωση συνθηκών, ώστε να καταστεί λογικώς αναπόφευκτη η εµφάνισή της. Έτσι, ο εννοιολογικός προσδιορισµός των ορίων βρίσκεται υπό συνεχή µετασχηµατισµό, όχι ως προς τη βαθύτερη ουσία τους, αλλά ως προς τους τρόπους-τροπές διά των οποίων εµφανίζονται µέσα από τη βαθµιαία ανάδυση της υπόθεσης.
6
Β. Υπό την παρέµβαση ποιων συγκεκριµένων ωθήσεων ή παραγόντων κατασκευάστηκαν, θεσµοθετήθηκαν και νοµιµοποιήθηκαν τα όρια ως υπαρξιακές, κοινωνικές και πολιτειακές-κρατικές σταθερές, ως πάγια δηλαδή στερεότυπα, προσδιοριστικά των επιµέρους δραστηριοτήτων; Εδώ γίνεται αναφορά στην εκ βαθέων ανατοµία και στην κατά πλάτος ανάλυση ενός φαινοµένου, στα γενεσιουργά αίτια που το κατέστησαν υπαρκτό και κυρίαρχο (αναζήτηση του ποιητικού αιτίου), και στις σκοποθεσίες –και εν πολλοίς σκοπιµότητες– που υπηρετούνται µέσω της εµφάνισής του (εντοπισµός
του τελικού αιτίου). Σηµειωτέον, ωστόσο, ότι και τα δύο αίτια διαπλέκονται αµοιβαία, αφού οι λόγοι διαµόρφωσης µιας κατάστασης εµπεριέχουν σε ικανό βαθµό και τους επιδιωκτέους δι' αυτής σκοπούς ή στόχους. Με την απόπειρα της ανωτέρω ανίχνευσης υπερβαίνεται το επίπεδο της πρωτογενούς διαπίστωσης και περιγραφής του φαινοµένου των οριοθετήσεων, και αναζητάται το υπόστρωµα που το παρήγαγε και το τροφοδοτεί. Πρόκειται για ένα ερώτηµα κριτικής (υπό το γνωσιοθεωρητικό πρίσµα) και ελέγχου και ευθύνης (υπό το ηθικό πρίσµα), αφού επιχειρείται µια διαλεκτική αναµέτρηση µε αυτό που υποκρύπτεται, και µια καίρια ερµηνεία των υποδηλώσεών του, µε στόχο να αποτραπούν οι προεκτάσεις του.
7
Γ. Ποιοι είναι οι παράγοντες εκείνοι που θα διέθεταν, λόγω του τρόπου µε τον οποίο είναι δοµηµένοι, και λόγω της ατοµικής υφής τους µε την οποία διακινούνται, τα λογικά και ηθικά εφόδια, προκειµένου να συµβάλουν στην υπέρβαση ή στην κατάργηση των ορίων, ή να διδάξουν κάτι τέτοιο; Με το ερώτηµα αυτό ανιχνεύεται η περίπτωση του κατά πόσον µέσα στο κοινωνικό σώµα υπάρχουν εκείνες οι –κατ' ουσίαν και κατά λειτουργίαν απελευθερωτικές– δυνάµεις, που θα λειτουργήσουν ως αντίµαχες στα διαµορφωµένα πλαίσια ζωής και δράσης. Μ’ άλλα λόγια, υπάρχουν εκείνα τα πρόσωπα –ως αυθεντικές εκφράσεις της αναφορικότητας– ή τα συλλογικά σχήµατα που εµβιώνουν τα ανθρωπολογικά και τα κοινωνικά αρχέτυπα –ή, έστω, τις αξιακές προτάσεις– µε τέτοιο τρόπο ώστε να ανακαλέσουν το κάθε άτοµο ιδιαιτέρως και τις θεσµικές συλλογικές εκδηλώσεις σε µια αυτοσυνειδησία και, κατ' επέκταση, σε µια αυτορρύθµιση;
Υπό ένα διαλεκτικό φιλοσοφικό σχήµα, αυτό θα σήµαινε να αναζητηθούν οι δυνατότητες εκείνες που θα λειτουργήσουν αρνητικά απέναντι στην ήδη καθιερωµένη άρνηση των θετικών καταστάσεων, ως µια επιστροφή προς εκείνο που έχει απολεσθεί στην πρακτική εφαρµογή του, αλλά διατηρείται ως προς τα πυρηνικά υποστρώµατά του.
8
Τηρουµένων των αναλογιών ανάµεσα στα προαναφερθέντα δύο έργα, θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε ότι, κατά τον Αγγελόπουλο, τα όρια συνάπτονται άµεσα µε δύο –αµοιβαία διαπλεκόµενους– παράγοντες, από τους οποίους αντλούνκαι την ειδική νοηµατοδότησή τους, καθώς και τον κριτικό επαναπροσδιορισµό τους. Και ο λόγος γίνεται για τα σύνορα –ως προεκτάσεις του παρελθόντος– και για τους πρόσφυγες – ως διαµορφώσεις του παρόντος. Παρά ταύτα, εδώ δεν γίνεται µια µονοσήµαντη αναφορά στη χωροταξική, τη γεωπολιτική ή την κοινωνικοοικονοµική διάσταση αυτών των παραγόντων, ούτε αποκλειστικά σε µια τρέχουσα ή συγκυριακή κατάσταση που θα απέρρεε από τις συνέπειες µιας σύρραξης, που θα αναφυόταν δηλαδή ως ένα αναγκαστικό φαινόµενο· και τούτο, διότι, αν ίσχυε το αντίθετο, θα παραµέναµε χωρίς προοπτικές προεκτάσεων σε µια εξωτερική και επιφανειακή προσέγγιση του ζητήµατος. Αναµφιβόλως, και για λόγους ιστορικής ή ρεαλιστικής θεµελίωσης, µια τέτοια προσέγγιση είναι αναπόφευκτη και αναγκαία ερµηνευτικά για κάθε περίπτωση, αλλά περιοριστική για µια συνολικών και συνθετικών απαιτήσεων σύλληψη. Εξ άλλου, στο επίπεδο της τέχνης απαιτείται (και τούτο, προκειµένου να αιτιολογηθεί η ιδιότυπη παρουσία της και να προσδιοριστεί η πολυσήµαντη λειτουργία της) µια ερµηνευτική ανάλυση που θα διαφοροποιείται από τις στερεότυπες εµπειριστικές και σαφώς ετεροπροσδιορισµένες –ή, έστω, αυτοµατοποιηµένες– της καθηµερινής ζωής.
Προσεγγίζουµε, λοιπόν, τους ανωτέρω παράγοντες και υπό το υπαρξιακό περιεχόµενό τους, ως προς τον τρόπο δηλαδή που οι άνθρωποι –όχι ως τυχαία, αλλά ως συνειδητά υποκείµενα– ιεραρχούν και αξιολογούν τα δεδοµένα της πραγµατικότητας και δι' αυτών των θεωρητικών κινήσεών τους διαµορφώνουν τις αυστηρά προσωπικές επιλογές τους και τις υπό το πρίσµα των διαφόρων σκοποθεσιών προοπτικές τους. Πρόκειται για τα όρια που θέτουν τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές καταστάσεις της ζωής. Αναφερόµαστε στη θρησκεία, στον έρωτα, στις προσωπικές συνάφειες και αποστάσεις, στην ατοµική ευδαιµονία, στην υποκειµενική κατοχύρωση και στην εγωιστική αυτάρκεια. Μάλιστα, το ιδιότυπο –και εν πολλοίς αντιφατικό– είναι ότι όρια θέτουν και οι εκλεκτές στιγµές του ατοµικού και του συλλογικού βίου, όπως, π.χ., ο έρωτας και η θρησκεία. Κι αυτές, λοιπόν, οι εσωτερικές στάσεις, υπό την ουδέτερη λειτουργία τους ή την αρνητική εκδήλωσή τους, αποτελούν τους κινητήριους άξονες της καθηµερινότητας και τους παράγοντες που µπορούν να διαµορφώσουν µια ζοφερή περιρρέουσα ατµόσφαιρα. Κι είναι τόσο οξείες, µε αποτέλεσµα ν’ ακονίζουν την ατοµική συµπεριφορά στο µεθόριον ανάµεσα στο «εγώ» και στο «εσύ», ανάµεσα στη στατική και άγονη περιχαράκωση σε κάποιες παγιωµένες νοοτροπίες, και στη δυναµική και διακυβευτική της ατοµικότητας και της υποκειµενικής εξασφάλισης εξακτίνωση της συνείδησης· µ’ άλλα λόγια, ανάµεσα στην εφησυχαστική αντίληψη περί διατήρησης των κεκτηµένων και περί εξασφάλισης των διαµορφωµένων, και στην αλγούσα και εργώδη προσπάθεια ανατροπής των συµβιβαστικών και συµβατικών κοινωνικών σταθερών. O προβληµατισµός, δηλαδή, αναφέρεται στο αν και κατά ποιο τρόπο το άτοµο µπορεί να καταστεί πρόσωπο, όχι ως ένα απλό θεωρητικό, προοπτικό ή φαντασιακό σχήµα, αλλά ως η εµπράγµατη φανέρωση στα άµεσα και κεντρικά αιτήµατα που θέτουν η καθηµερινή πρακτική και ο αυθεντικός λαϊκός παλµός. Είναι δυνατόν να υπερβαθεί ή να υποστεί διάρρηξη το κέλυφος της ατοµικότητας (και, άρα, των κάθετων διατοµών) υπό την ώθηση συγκεκριµένων συλλογικών αιτηµάτων και επικοινωνιακών αναγκών;9
Και στα δύο, πάντως, έργα, η αίσθηση των υπαρχόντων πολυεπίπεδων διαχωρισµών και των ασυµφιλίωτων αντιθέσεων στο χώρο της συνείδησης και της διάθεσης είναι εµφανής. Για παράδειγµα, στο Μετέωρο βήµα του πελαργού, το ερµηνευτικό –και ευρύτερα υπαρξιακό– δίληµµα: «Αν κάνω ακόµη ένα βήµα, είµαι αλλού ή πεθαίνω», η διαπιστωτική –και εκφράζουσα µιαν απογοητευτική επισήµανση– παρατήρηση: «Περάσαµε τα σύνορα κι είµαστε ακόµα εδώ» και το αγωνιώδες –και, ενδεχοµένως, αδιέξοδο– ερώτηµα: «Πόσα σύνορα πρέπει να περάσουµε για να πάµε σπίτι µας;» αποτελούν ενδεικτικές περιπτώσεις των αµείλικτων προβληµάτων που πλήττουν καίρια όχι µόνο µια διαστοχαζόµενη συνείδηση, αλλά και µια διευρυµένη οικουµενική απόγνωση. Πρόκειται για εκφραστικούς τρόπους που αντανακλούν κάποια αδιέξοδα όχι τόσο εσωτερικά, µέσα στα οποία θα κινούνταν άπορα και αµήχανα η συνείδηση και το βίωµα του κεντρικού χαρακτήρα, όσο αυτά τα οποία αισθάνεται εξαιτίας ακριβώς της διάψευσης των προσδοκιών του από τα όσα τεκταίνονται στον εξωτερικό προς την ύπαρξή του χώρο. Θα µπορούσε, επίσης, να είναι τα ίδια τα εξωτερικά αδιέξοδα απέναντι στα οποία αδυνατεί ν’ αντιδράσει, και, ως εκ τούτου, υφίσταται µοιραία τις συνέπειές τους.
Από την άλλη πλευρά, στο Βλέµµα του Oδυσσέα αναφέρεται ότι η πρώτη ταινία των Αδελφών Μανάκη κινηµατογραφούσε, χωρίς τις προκαταλήψεις που θέτουν οι διακρίσεις και οι διαχωρισµοί, κάθε άνθρωπο και κάθε κοινωνική κατάσταση, ανεξάρτητα από τη θέση που κατείχαν, την ιδεολογία που πρέσβευαν, τη φυλή και το θρήσκευµα που αντιπροσώπευαν. Ήταν µια καλλιτεχνική απόπειρα που δεν έθετε προτεραιότητες, ταξινοµήσεις και ιεραρχήσεις. Επρόκειτο, δηλαδή, για µια κινηµατογραφική αναπαράσταση που την ωθούσε το ζωτικό αίτηµα της ολότητας και της ενότητας, από µια συνθετική διάθεση απέναντι στην ποικιλοµορφία της ιστορικής ανάπτυξης. Ήταν, προφανώς, µια αυτονόητη για τη στιγµή εκείνη και για τη διάθεση των καλλιτεχνών ενέργεια, αφού τα πράγµατα
εθεώντο υπό τη θετική διάστασή τους, ως ειδικές στιγµές µιας ανάπτυξης που απλωνόταν σ' έναν ευρύτατο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο. Αυτή η προσέγγιση δε σήµαινε ότι καταλύονταν οι ιδιαιτερότητες ή τα επιµέρους πολιτιστικά µορφώµατα, αλλά ότι συλλαµβάνονταν σ' ένα ολιστικό πλαίσιο, απ’ το οποίο απουσίαζαν σαφέστατα οι άκριτοι δογµατισµοί, τα κλειστά και άκαµπτα ιδεολογικά σχήµατα, καθώς και οι εκ προοιµίου αµετακίνητες αξιολογικές ερµηνείες. Η κάθε προσωπική παρουσία ως ανεπανάληπτο γεγονός ζωής είχε θέση στην κοινωνία των λαών κατά τις αµοιβαίες διαπλοκές τους, τόσο στο σύνολο των πολιτιστικών δραστηριοτήτων όσο και στις ποικίλες εκδηλώσεις των τοπικών, εθνικών και κοινωνικών σχηµατισµών. Τίποτα δεν αποτελούσε αποβλητέο παράγοντα, κάτι που καθιέρωνε αβίαστα και αυτονόητα την αρχή ότι, υπό µια τελολογική προοπτική, τα πάντα πρέπει να συµµετέχουν στη διαµόρφωση ενός συλλογικού οράµατος και στην εµπράγµατη φανέρωσή του – κι όλα αυτά, χωρίς µια προηγούµενη συνεννόηση ή συµβατική ρύθµιση, αλλά µέσα από τους όρους που έθετε η ίδια η ζωή κατά τη φυσική κατάστασή της, τη µη αφ' εαυτής επιδεκτική των παθογενετικών παρεµβάσεων του ατοµιστικού υπολογιστικού φρονήµατος. Η πρόθεση, λοιπόν, µιας τέτοιας κινηµατογραφικής προσέγγισης ήταν να δείξει υπό ποίους όρους θα αναπτυσσόταν ένα κοσµικό κοινωνικό και διεθνικό σύστηµα, το οποίο θα στηριζόταν αποκλειστικά στις προοπτικές της αυτορρύθµισης και του αυτοπροσδιορισµού· κατά ποιο τρόπο, δηλαδή, θ’ αποκλείονταν εκείνες οι εξωγενείς παρεµβάσεις που θα είχαν ως εφαλτήριο την πρόταξη και τη γενικευµένη πραγµάτωση συγκεκριµένου τύπου σκοπιµοτήτων τις οποίες θα επέβαλλαν µονοδιάστατες λειτουργίες στο κοινωνικό σώµα.
10
Γι' αυτό ακριβώς το βλέµµα της ενότητας –γι' αυτή την όραση της αρχέγονης πηγής των πάντων– που εµφανίζεται να έχει απολεσθεί ήδη από τις απαρχές του 20ού αιώνα, ο πρωταγωνιστής (ή, άλλως, η συνείδηση της Ιστορίας), µέσα από µια εξουθενωτική πορεία ανά τα Βαλκάνια, φτάνει στο Σαράγεβο. Πρόκειται για µια διαλεκτική πορεία αναµέτρησης µε τα ισχύοντα, η οποία διέρχεται διαµέσου συγκεκριµένων και προσεκτικά επιλεγµένων αναβαθµών που, υπό την προοπτική της οργανικής µεταβατικότητας, ορίζουν µια συνεκτική –και γι' αυτό επώδυνη ως προς τη συνειδητοποίηση της έκτασής της– ανάκτηση του δράµατος στη συνολικότητά του. Oι χώρες των Βαλκανίων αποτελούν σταθµούς όχι µόνον αναζήτησης του απολεσθέντος, αλλά και ρεαλιστικής επίγνωσης της διαµορφωµένης κατάστασης, προκειµένου να γίνει το επόµενο βήµα. Ως εκ τούτου, δεν αντιµετωπίζονται απλώς ως τόποι (αν και η γεωµορφία τους τονίζεται έντονα), αλλά πρωτίστως ως τρόποι ζωής· δηλαδή, ως εκάστοτε συγκεκριµένη και ιδιαίτερη συµµετοχή στις ιστορικές διαµορφώσεις. Υπό την οπτική αυτή, δεν είναι µονοσήµαντα κάποιες στάσεις-σταθµοί, αλλά, πρωτίστως, επικυρώσεις και επιβεβαιώσεις του σκοπού που εκφράζει η πορεία προς το Σαράγεβο. Θα µπορούσαµε, µάλιστα, επιµένοντας στην ποιητικότητα του κειµένου, να τις χαρακτηρίσουµε ως «στάσιµα», υπό τον τύπο µε τον οποίο εµφανίζονται στην αρχαία ελληνική τραγωδία· δηλαδή, ως εσωτερικές αναδιπλώσεις, ως διαστοχασµούς, ως φιλοσοφικές προεκτάσεις και ως κριτικές εκτιµήσεις. Η κάθε βαλκανική πρωτεύουσα αντανακλά και µια ειδική στιγµή ή πτυχή ή διάσταση της τραγικής εξελικτικής πορείας του 20ού αιώνα, και, συγχρόνως, µια ειδική επίπτωση των επεκτατικών παρεµβάσεων των διαφόρων ιδεολογικών-πολιτικών σχηµατισµών που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκειά του.
11
O κεντρικός ήρωας, λοιπόν, ως ο συνειδητός φορέας των ιστορικών δοκιµασιών, πορεύεται προς το Σαράγεβο, διότι διακατέχεται και από απόγνωση και από πίστη. Πρόκειται για δύο συναισθήµατα που, κατά µια αρχική προσέγγισή τους, φαίνονται αντιφατικά µεταξύ τους. Όµως, σ' ένα δεύτερο επίπεδο ερµηνείας, παρουσιάζονται να συγκροτούν µια κοινή υπαρξιακή πορεία, αφού η πίστη λειτουργεί όχι τόσο συµπληρωµατικά όσο (και κυρίως) λυτρωτικά για την απόγνωση. Το καθ' οδόν ιστορικό υποκείµενο νιώθει απόγνωση, διότι έχει συνειδητοποιήσει ότι τα όρια είναι υπαρκτά και βραχυπροθέσµως αµετακίνητα, κι ότι µέσα στην πραγµατικότητα του πολέµου (δηλαδή στην αυτοκατάφαση της καταστρεπτικότητας) διευρύνονται και οδηγούνται σε ακραίες διαστάσεις. ∆ιαπνέεται, όµως, και από πίστη (τόσο ως φαντασία όσο και ως εµπιστοσύνη), διότι όχι µόνον οραµατίζεται ως ιδεατό στόχο την κατάργησή τους, αλλά και έχει την ισχυρή υποψία ότι στο Σαράγεβο θ’ ανακαλύψει τις δυνατότητες ή τα µέσα για κάτι τέτοιο. Βρισκόµαστε ενώπιον ενός αιτήµατος ζωής, το οποίο, ωστόσο, χρειάζεται τις εµπράγµατες εξειδικεύσεις του και τους απτούς τρόπους – µέσα, διά των οποίων θα διοχετευτεί ως αξία και ως καθήκον στην ατοµική και στη συλλογική συνείδηση. Πρέπει δηλαδή η πίστη να µετεξελιχθεί σε βεβαιότητα, κάτι που θ’ αποκλείει οποιαδήποτε υποψία ιδεολογικής ή ιδεοληπτικής ή φαντασιακής (ανα)δόµησης της πραγµατικότητας και την απλή εγκεφαλική προσέγγιση του προβλήµατος. Το ενσυναισθητικό –και, ενδεχοµένως, ροµαντικό ή ουτοπικό– στοιχείο, αναµφιβόλως υπάρχει, αλλά δεν µεταπίπτει σε άγονους ψυχολογισµούς και σε εξωπραγµατικές συναισθηµατικές αναγωγές. Και για να πραγµατωθεί µια τέτοια λεπτή διάκριση, απαιτείται φυσικά να εντοπιστούν οι ακριβώς αντίθετοι όροι προς αυτούς που προκάλεσαν την απόγνωση ή προς αυτούς που κατήργησαν την ελπίδα.
12
Απ’ αυτό το σηµείο και ύστερα, καθίσταται προδηλότερη και διαρκώς εντεινόµενη η διαλεκτική αντίθεση ανάµεσα στο «εδώ» και στο «αλλού», στο «έσω» και στο «έξω», η οποία, ωστόσο, εξαρχής είχε ανακύψει προοικονοµικά κατά τον εντοπισµό των ορίων. Είναι µια διαλεκτική που αναφέρεται στην ποιοτική διαφορά που υπάρχει µεταξύ δύο ιδιαίτερων υπαρξιακών και πολιτιστικών καταστάσεων, µεταξύ δύο επιλογών, προοπτικών, αξιολογήσεων και ερµηνειών. Και, στην εν λόγω περίπτωση, τις ανωτέρω κατηγορίες δεν πρέπει να τις αντιµετωπίσουµε τόσο (χωρίς κάτι τέτοιο ν’ αποκλείεται, διότι και οι εξωτερικοί όροι είναι αναγκαίοι) υπό το πρίσµα του χρόνου και του χώρου όσο και, κυρίως, ποιοτικά· και τούτο, διότι δεν είναι τόσο καταστάσεις που επιβάλλονται αναγκαστικά και ντετερµινιστικά από τις γεωγραφικές ή τις κλιµατολογικές συνθήκες, αλλά αντανακλούν προπάντων εσώτερα –ατοµικά και συλλογικά– βιώµατα, τα οποία έχουν οδηγήσει στη διαµόρφωση των συγκεκριµένων συνθηκών. Γι' αυτό ακριβώς η αναφερθείσα διαλεκτική ορίζει µια καταλυτική πρόταση αλλαγής των αξιών, των αρχών και των αναγκών· δηλαδή του συνόλου των βιοθεωρητικών και πρακτικών παραγόντων. Συγκεκριµένα, ως αλλαγή αξιών εννοείται η µεταποίηση των ερµηνευτικών κριτηρίων και αξιολογήσεων στον τοµέα της ιεράρχησης των όρων εκείνων που καλούνται να διαµορφώσουν τις εκάστοτε νέες καταστάσεις· δηλαδή το νέο πλαίσιο εντός του οποίου θα διαρθρωθούν οι µετέπειτα πολιτιστικές δραστηριότητες. Αυτό σηµαίνει την πρόταξη ενός πολιτιστικού µετασχηµατισµού, µιας επαναστατικής µετεξέλιξης στον τοµέα των πολιτικών και των αισθητικών µορφωµάτων. Ως εκ τούτου, το ερώτηµα σχετικά µε το τι πρέπει να προταχθεί και τι να ακολουθήσει, δεν είναι τεχνικό, ούτε διαδικαστικό, αλλά ουσιαστικό. ∆εν πρόκειται τόσο για διάταξη ή για παράθεση, αλλά για το τι θα οριστεί ως κεφαλαιώδες, τι ως δευτερεύον και τι ως εξοβελιστέο· τι δηλαδή είναι απαραίτητο να τοποθετηθεί στο κέντρο των ενδιαφερόντων και τι σε περιφερειακό επίπεδο, καθώς και τι να κριθεί –σύµφωνα µε την αντικειµενική βεβαιότητα της ποιοτικής αρνητικότητάς του– ως απορριπτέο.
13
Από την άλλη πλευρά, ως αλλαγή αρχών εννοείται η ασυµφιλίωτη ρήξη µε όσα έχουν καθιερωθεί ή θεσµικά νοµιµοποιηθεί ως προσδιοριστικά και ελεγκτικά της πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Νέες αρχές δεν είναι ένα σύστηµα νέων δεσµεύσεων, αλλά οι άλλες νοηµατοδοτήσεις, µια νέα αίσθηση του ανθρωπολογικού ζητήµατος, µια κατάφαση στα πνευµατικά απέναντι στα οικονοµικά κριτήρια, µια πρόταξη του ποιοτικού απέναντι στο ποσοτικό.
14
Όµως, εκείνος ο παράγων που εµφανίζεται ως κεφαλαιώδης, είναι η αλλαγή των αναγκών. Εδώ γίνεται αναφορά στη µεταποίηση των ορµικών διαθέσεων, στο πώς ένα αίτηµα δεν ορίζεται µόνον ως κανόνας και ως καθήκον, αλλά και, κυρίως, κατά το πώς καθίσταται φυσικό γεγονός και συνειδησιακό αίτηµα µη προσδιοριζόµενο από ορθολογικές διακρίσεις. Έτσι, το ζήτηµα που εξετάζουµε, µετακινείται από το χώρο των κανονιστικών προδιαγραφών σε αυτόν των πηγαίων και αυθόρµητων εκφράσεων της ύπαρξης και της ζωής. Κι αυτή ακριβώς η κατάσταση θ’ αποτελέσει και το τέλος της αλλοτρίωσης. Oι αξίες, λοιπόν, και οι αρχές δεν θα είναι παρά το αναπόφευκτο και αναγκαίο θεωρητικό και ηθικό µέσον, προκειµένου η ατοµική και η συλλογική ζωή να οδηγηθούν σε ό,τι αντανακλά τη φυσιολογική διάστασή τους.
15

Σύµφωνα µε τα όσα εξετάσαµε, θα µπορούσαµε, µε τον κίνδυνο πάντοτε του ενδεχοµένου, να διατυπώσουµε τις ακόλουθες καταληκτικές σκέψεις. Τα κείµενα του Θόδωρου Αγγελόπουλου:
Α. αποτελούν ένα ερµηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της πορείας του 20ού αιώνα, όχι µε την έννοια µιας κοινωνιολογικής επιστηµονικής µεθόδου, αλλά µε αυτήν µιας διαισθητικής ανάλυσης που εισχωρεί στο, ούτως ειπείν, ψυχολογικό βάθος των γεγονότων και στη δοµική σύσταση των καταστάσεων,
Β. προσφέρουν στον σύγχρονο άνθρωπο έναν τρόπο θέασης του εαυτού του (αυτογνωσία) και των πραγµάτων (ετερογνωσία), ενώ επίσης µεταφέρουν τη ζωή του σε επίπεδα, απ’ τα οποία δεν µπορεί ν’ αποµακρυνθεί χωρίς να προβεί προηγουµένως στις απαραίτητες επιλογές· πρόκειται για παραγωγές που δεν προσφέρονται για εύπεπτη κατανάλωση, αλλά καλούν τον άνθρωπο σε υπαρξιακές αναµετρήσεις, σε διαλεκτικές αναζητήσεις και σε εκ βαθέων αφηγήσεις.
«Κι όταν ανέβουµε τρέµοντας στο παλιό δωµάτιο, ανάµεσα σ' ένα αγκάλιασµα κι ένα άλλο, ανάµεσα σ' ένα κάλεσµα κι ένα άλλο, θα σου διηγούµαι το “ταξίδι” όλη νύχτα κι όλες τις νύχτες που θα 'ρθουν [...] όλη την ανθρώπινη περιπέτεια, την περιπέτεια που ποτέ δεν τελειώνει...» (Το βλέµµα του Oδυσσέα). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου