Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

«Μοιάζουμε κι εμείς με τους ηττημένους Πέρσες»

"Πέρσες" του Αισχύλου, Ρωμαϊκό Ωδείο Πάτρας, 21-22 Αυγούστου 2014


Αυτό υποστηρίζει η Νικαίτη Κοντούρη, η οποία σκηνοθετεί τους «Πέρσες» του Αισχύλου με πρωταγωνιστές τους Άκη Σακελλαρίου, Γιάννη Φέρτη, Λάζαρο Γεωργακόπουλο και Γιώργο Κολοβό, σε μια μεγάλη παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος η οποία κλείνει και το Φεστιβάλ Επιδαύρου, με ένα εμβληματικό ποίημα του Καβάφη να δίνει τον τόνο.

Τι εγυρεύαμεν εκεί στη Σαλαμίνα, στόλους να κουβανούμε και να ναυμαχούμε: οι στίχοι από τη «Ναυμαχία» του Κ.Π. Καβάφη γίνονται ένα με το λόγο του Αισχύλου στην παράσταση της Νικαίτης Κοντούρη, η οποία προσθέτει επίσης στους «Πέρσες» έναν τριμελή Χορό πεπλοφόρων γυναικών που θρηνούν για τους άντρες που χάθηκαν. Τις εγκιβωτίζει στο επιβλητικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα –ένα επικλινές πατάρι σε σχήμα ρόμβου– και τις ονομάζει «νύφες του πένθους». Ένα ισχυρό όσο και δυσοίωνο έμβλημα δύναμης, εξουσίας κι επιθετικότητας στέκει στη σκηνή: ο αετός. Η σκηνοθέτις μας θυμίζει ότι «αυτός είναι το σύμβολο της περσικής αυτοκρατορίας, των Βυζαντινών και, βέβαια, των Αμερικανών». 
Ούτε ένα ελληνικό όνομα δεν ακούγεται στην παλιότερη σωζόμενη ελληνική τραγωδία «Πέρσες» (472 π.Χ. ) του Αισχύλου. Ακούγεται όμως ο περίφημος παιάνας: «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδα». Ο Αισχύλος, δραματικός ποιητής, πολεμιστής, αδερφός νεκρού μαραθωνομάχου και σκεπτόμενος πολίτης, τοποθέτησε τη δράση στα Σούσα και μίλησε για τον αντίκτυπο που είχε στους ηττημένους Πέρσες η –προ οκταετίας– νίκη των Ελλήνων στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ. ). Κατέθεσε έτσι το πρώτο ιστορικό δράμα και το πρώτο αντιπολεμικό έργο που έχει φτάσει στα χέρια μας από την αρχαιότητα: ένας έμμεσος ύμνος του ελληνικού πνεύματος, ένα μήνυμα στους σύγχρονούς του να περιφρουρήσουν το πολίτευμα της δημοκρατίας και ταυτόχρονα μια υπενθύμιση των δεινών που φέρει η ύβρις. Ή όπως λέει η σκηνοθέτις: «Ένα βαθιά πολιτικό έργο, που αντιπαραθέτει τη δημοκρατία με την τυραννία και κρούει τον κώδωνα στην αμετροέπεια και την αλαζονεία των ανθρώπων, και ειδικά των ηγετών τους, οι οποίοι­ μπορούν να προκαλέσουν τον αφανισμό ενός ολόκληρου λαού με τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους. Η παρουσία των νεκρών στοιχειώνει το έργο».

«Η Γάζα, αυτή η τόσο πληγωμένη περιοχή του πλανήτη, ήταν διαρκώς στο μυαλό μας, όπως και όλες οι μεγάλες επεκτατικές συρράξεις, από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ούτε το Μεσανατολικό θα λυθεί ούτε η ειρήνη θα είναι ποτέ εφικτή. Η ανάπτυξη της Ιστορίας είναι σπειροειδής και ο πόνος θα είναι πάντα μεγάλος», επισημαίνει η σκηνοθέτις, για να διευκρινίσει πως «οι “Πέρσες” ξεπερνούν οποιαδήποτε επικαιρική αναφορά. Είναι ένα κείμενο που φεύγει διαρ­κώς από το “τώρα” και ταξιδεύει­ ανά τους αιώνες, προκειμένου να απευθυνθεί στη συνείδηση κάθε πολίτη και να τον κάνει να αναλογιστεί τα δεινά των πολέμων. Κι εμείς οι Έλληνες του 2014 μοιάζουμε με τους ηττημένους Πέρσες έτσι όπως αναμασάμε τη θεωρία του περιούσιου λαού­ αντί να συνετιστούμε, να δούμε κατάματα την έννοια της έπαρσης και να κρίνουμε τους κυβερνώντες μας, μη επιτρέποντάς τους να συμπεριφέρονται σαν… ισόθεοι». 
Η Νικαίτη Κοντούρη θα είναι ­κατά σειρά η τρίτη σκηνοθέτις του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου μετά τις Λυδία Κονιόρδου («Ιππόλυτος ) και Άντζελα Μπρούσκου («Βάκχες» ). «Φαίνεται πως σπάσαμε το εμπάργκο και η αντρική κοινωνία άρχισε να μας παραδίνεται σταδιακά!» σχολιάζει χαριτολογώντας. Η ίδια, πάντως, επέλεξε να παραδώσει σε άντρα το μοναδικό­ γυναικείο ρόλο της τραγωδίας, εκείνον της βασίλισσας Άτοσσας. «Αρχικά απευθύνθηκα σε γυναίκες, ήταν όμως ήδη δεσμευμένες­ σε άλλες παραστάσεις. Κάποια στιγμή, παρακολουθώντας τον Άκη Σακελλαρίου σε μια παράσταση, συνειδητοποίησα πως αυτός είναι η Άτοσσα! Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ πριν, παρότι τον θαύμαζα από την εποχή που συνεργαζόταν με τον Θίασο Άττις του Θόδωρου Τερζόπουλου. Ο Άκης διαθέτει το σώμα, τη φωνή, την καρδιά και το μυαλό για το ρόλο. Έχει το κράμα τρυφερότητας και σκληρότητας που απαιτεί αυτός ο αρχετυπικός ρόλος –ένα πλάσμα φτιαγ­μένο από πολύ τραχιά υλικά, μια γυναίκα που βρίθει αντρικών στοιχείων».

Ο ίδιος ο Άκης Σακελλαρίου ­τονίζει πως «η Άτοσσα δεν είναι μια οποιαδήποτε μητέρα, αλλά η μάνα ενός ολόκληρου έθνους και –λόγω της απουσίας των αντρών στον πόλεμο– η ίδια η ηγέτιδα του περσικού λαού. Αυτό είναι μεν ένα θεωρητικό υπόβαθρο, αλλά­ σίγουρα πυροδοτεί το συναίσθημα για να προσεγγίσει κάποιος το ρόλο. Αναζήτησα, λοιπόν, από τη μία τα εξουσιαστικά στοιχεία που έχω ως χαρακτήρας, και δη ως άντρας, και από την άλλη αφέθηκα στο πατρικό φίλτρο. Η εσωτερική αυτή αναζήτηση έπρεπε να συμπορευτεί με την εξωτερική, δηλαδή με μια κινησιολογική συμπεριφορά που ξεκινά από την απόλυτη πειθαρχία και την αυστηρότητα, φέρει τα στοιχεία και το κύρος της τελετουργίας, θυμίζει τη γεωμετρία των γυναικών του βωβού κινηματογράφου και φτάνει –με την είδηση της πανωλεθρίας των Περσών– στην πλήρη αποδόμηση. Το βέβαιο είναι πως η περίσταση ήταν ιδανική για “να πάρω τη βαλίτσα από εκεί που την άφησα” πριν από είκοσι χρόνια. Γιατί έχω να ασχοληθώ με το αρχαίο δράμα από τη δεκαετία του ’90, όταν ερμήνευα τον Διόνυσο στις “Βάκχες” του Θόδωρου ­Τερζόπουλου».

Ο Γιάννης Φέρτης πρωτοεμφανίστηκε επίσης ως θεός Διό­νυσος στην Επίδαυρο το 1973. Όπως παραδέχεται ο βετεράνος ηθοποιός, ο οποίος εδώ ερμηνεύει τον νεκρό βασιλιά των Περσών: «Ο Δαρείος βγαίνει από τον τάφο για να συμβουλεύσει τους γέροντες του Χορού να αποφεύγουν την αλαζονεία. “Οι θεοί εκδικούνται”, τους θυμίζει. Ξεχνάει όμως –όλοι οι ηγέτες, άλλωστε, έχουν την τάση να ξεχνούν– πως πριν από όλους ο ίδιος υπήρξε αλαζόνας! Ο μέγας αυτός εισβολέας, ο αρχηγός της μάχης του Μαραθώνα, γυρίζει ως φάντασμα για να δηλώσει πως δεν έχει φέρει και τόσο κακό. Κι επιστρέφει στον τάφο παραγγέλλοντας στους ζώντες: “Να χαίρεστε την ηδονή της κάθε μέρας”. Τι ειρωνεία, ε;» 
«Ένα προσκλητήριο νεκρών, ένα βαθιά θρηνητικό κείμενο­, μια παράθεση κακών ειδήσεων είναι οι “Πέρσες”», σύμφωνα με τη Νικαίτη Κοντούρη. «Πρόκειται­ για έργο στατικό και αυστηρό, απόλυτο στην απώλειά του – ούτε καν στον Χορό δεν δίνει ο Αισχύλος το μερίδιο της κάθαρσης που του αναλογεί. Με την είδηση της καταστροφής, οι Πέρσες γέροντες φτάνουν να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, να διαμελίζονται, να παίρνουν οι ίδιοι τη θέση των νεκρών τους, εκείνων που έφυγαν και δεν θα γυρίσουν πίσω­ ποτέ πια. Μόνον ο Αγγελιαφόρος (Λάζαρος Γεωργακόπουλος ) γυρίζει για να εξιστορήσει την πανω­λεθρία, όπως και ο δακτυλο­δεικτούμενος Ξέρξης (Γιώργος Κολοβός ), εκείνος που παθαίνει, αλλά δεν μαθαίνει, ο αμετανόητος ηττημένος, ο επηρμένος ηγέτης που δεν πτοείται από τίποτα – ούτε καν από την απόλυτη καταστροφή που προκάλεσε…» 

Δημοσιεύτηκε στο http://www.athinorama.gr/theatre/article.aspx?id=2501052

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου